δημογέροντας

δημογέροντας
[-ων (-οντος)] ο сельский староста

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δημογέροντας" в других словарях:

  • δημογέροντας — ο αιρετός κοινοτικός άρχοντας στην εποχή της τουρκοκρατίας, με καθήκοντα διοικητικά και αστυνομευτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημογέροντας — δημογέρων elder of the people masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χωματιανός — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας της Κέας, η οποία αναφέρεται από τον 12o και 13o αι., και της οποίας ένας κλάδος εγκαταστάθηκε τον 17o αι. στην Αθήνα. Σπουδαιότεροι γόνοι της οικογένειας ήταν ο Σπυρίδων, δημογέροντας της Αθήνας, πρόξενος της Αγγλίας… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία …   Dictionary of Greek

  • Γέροντας, Άγγελος — (Αθήνα 1785 – 1862). Δημογέροντας της Αθήνας, Φιλικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Καταγόταν από ευγενή παλαιό αθηναϊκό οίκο και αποτελούσε, με τον Προκόπιο και τον Παλαιολόγο Βενιζέλο, την τριμελή Δημογεροντία της Αθήνας από το 1820.… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρίτσας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα. 1. Νικόλαος. Πρόκριτος. Πρωτοστάτησε στην εξέγερση της Αθήνας. Συγκρότησε αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα από Αθηναίους και αλβανόφωνους χωρικούς, στο οποίο τέθηκε επικεφαλής ο μεγαλύτερος αδελφός… …   Dictionary of Greek

  • JUDEX — I. JUDEX apud mediae aetatis Scriptores vatie sumitur. Sic enim vocantur Consules, apud Hier. in Chron. Magnates, Comites, Proceres, vel Senatores, apud Iornand. de Regnor. success. Isid. Pacens. in Chron. Aerâ 754. Anastas. passim. Alios. Legis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …   Dictionary of Greek

  • δημογέρων — και δημογέροντας, ο (AM δημογέρων, Α και δαμογέρων) ο γεροντότερος στον δήμο, αυτός που απολαύει τον μεγαλύτερο σεβασμό μετά τον ηγεμόνα, ο πρόκριτος νεοελλ. εκλεγμένος άρχοντας τής ελληνικής κοινότητας, με διοικητική και αστυνομική εξουσία αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»